- γυναικομανώ
- γυναικομανῶ (-έω) (Α) είμαι γυναικομανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -μανώ < -μανής < μαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναικομανῶ — γυναικομανέω to be mad for women pres subj act 1st sg (attic epic doric) γυναικομανέω to be mad for women pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek